θηλυ-

θηλυ-
(ΑΜ θηλυ-)
α' συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β' συνθετικό έχει χαρακτηριστικά τού θήλεος ή αναφέρεται στο θήλυ.
ΣΥΝΘ. θηλυγόνος, θηλυδρίας, θηλυμανής, θηλύμορφος, θηλυπρεπής θηλυτοκία, θηλυτοκώ, θηλύφρων
αρχ.
θηλάρσην, θηλυγενής, θηλύγλωσσος, θηλυγονώ, θηλυδριώ, θηλυδριώδης, θηλυδριώτις, θηλύθαμνος, θηλυκάρδιος, θηλυκράνεια, θηλυκρατής, θηλυκτόνος, θηλύλαλος, θηλυμανώ, θηλυμελής, θηλυμίτρης, θηλύνους, θηλυπαθώ, θηλύπαις, θηλυποιός, θηλύπους, θηλυπρόσωπος, θηλυπτέριον, θηλυπτερίς, θηλύρριζος, θηλύσπορος, θηλυστολία, θυλήστολος, θηλυστολώ, θηλύτεκνος, θηλυτόκος, θηλύτροπος, θηλυφαγής, θηλυφθόριον, θηλυχίτων, θηλυχοίρα, θηλύψυχος
αρχ.-μσν.
θηλύφωνος
μσν.
θηλυπαθής, θηλύπρινος, θηλύχειρ
νεοελλ.
θηλυγονία, θηλυγονικός, θηλυγονοειδή, θηλυμορφία, θηλυπρέπεια, θηλυφόνος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • θήλυ — το βλ. θήλυς …   Dictionary of Greek

  • θήλυ — το γεν. θήλεος, πληθ. θήλεα, γυναίκα, κορίτσι: Γυμνάσιο θηλέων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • θῆλυ — θῆλυς female masc voc sg θῆλυς female neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύνῃ — θηλύ̱νῃ , θηλύνω Aër. aor subj mid 2nd sg θηλύ̱νῃ , θηλύνω Aër. aor subj act 3rd sg θηλύ̱νῃ , θηλύνω Aër. pres subj mp 2nd sg θηλύ̱νῃ , θηλύνω Aër. pres ind mp 2nd sg θηλύ̱νῃ , θηλύνω Aër. pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύνει — θηλύ̱νει , θηλύνω Aër. aor subj act 3rd sg (epic) θηλύ̱νει , θηλύνω Aër. pres ind mp 2nd sg θηλύ̱νει , θηλύνω Aër. pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλύνουσι — θηλύ̱νουσι , θηλύνω Aër. aor subj act 3rd pl (epic) θηλύ̱νουσι , θηλύνω Aër. pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) θηλύ̱νουσι , θηλύνω Aër. pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήλυνε — θήλῡνε , θηλύνω Aër. pres imperat act 2nd sg θήλῡνε , θηλύνω Aër. aor ind act 3rd sg (homeric ionic) θήλῡνε , θηλύνω Aër. imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θήλυνον — θήλῡνον , θηλύνω Aër. aor imperat act 2nd sg θήλῡνον , θηλύνω Aër. imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) θήλῡνον , θηλύνω Aër. imperf ind act 1st sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυνομένας — θηλῡνομένᾱς , θηλύνω Aër. pres part mp fem acc pl θηλῡνομένᾱς , θηλύνω Aër. pres part mp fem gen sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θηλυνομένων — θηλῡνομένων , θηλύνω Aër. pres part mp fem gen pl θηλῡνομένων , θηλύνω Aër. pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”